- φευκτά
- φευκτόςto be shunnedneut nom/voc/acc plφευκτά̱ , φευκτόςto be shunnedfem nom/voc/acc dualφευκτά̱ , φευκτόςto be shunnedfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φευκτάν — φευκτά̱ν , φευκτός to be shunned fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φευκτάς — φευκτά̱ς , φευκτός to be shunned fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιναίρετος — παλιναίρετος, ον (Α) 1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι 2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου 3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον … Dictionary of Greek